- συμφωνώ
- συμφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [σύμφωνος]1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του»)3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν», Διον. Αλ.)4. έρχομαι σε συμφωνία, κάνω σύμβαση με κάποιον (α. «συμφωνήσαμε να μην τό πούμε σε κανέναν άλλον» β. «συμφωνήσας Ἠρακλείδης μετὰ Θοτέως», πάπ.)5. (το ουδ. τής παθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το συμφωνηθένσυμφωνία, σύμβαση6. (το ουδ. τής παθ. μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμπεφωνημέναοι συμφωνίεςαρχ.1. στρ. συνθηκολογώ, κάνω ειρήνη2. συνωμοτώ («οὐδὲν γὰρ φοβερὸν μὴ ποτὲ συμφωνήσωσιν οἱ πλούσιοι τοῑς πένησιν ἐπὶ τούτοις», Αριστοτ.)3. (το ουδ. τής παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συμφωνούμεναα) οι φθόγγοι αυτοί που συνεκφωνούνται με κάποιον άλλο φθόγγοβ) τα σύμφωνα.
Dictionary of Greek. 2013.